κολοσσαίος

κολοσσαίος
-α, -ο
βλ. κολοσσιαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολοσσιαίος — και κολοσσαίος, α, ο (Α κολοσσιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.) νεοελλ. πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα αῖος / ιαῖος (πρβλ. πηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”